Skip to main content

Η έκθεση απογραφής εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα της Κύπρου για το 2021 καταγράφει τις διαστάσεις του προβλήματος της κλιματικής αλλαγής στο νησί, καταδεικνύοντας έτσι τους τομείς που χαίρουν μεγαλύτερης προσοχής και την αναγκαιότητα άμεσης κλιματικής δράσης.

Υφιστάμενη κατάσταση και υποχρεώσεις της Κύπρου

Η εξάρτηση του νησιού από τα ορυκτά καύσιμα, η συνεχώς αυξανόμενη χρήση ιδιωτικών οχημάτων αλλά και οι αδυναμίες στη διείσδυση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) στο ηλεκτρικό δίκτυο της χώρας, καθιστούν την προσπάθεια για μηδενισμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου «αγώνα δρόμου μετ’ εμποδίων». Εμπόδια που προκύπτουν, όχι από την απουσία ενός γενικότερου πλαισίου δράσης στον τομέα της κλιματικής αλλαγής – αυτό τίθεται άλλωστε από την ΕΕ μέσω της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας (European Green Deal)– αλλά από την έλλειψη πολιτικής βούλησης, σωστού προγραμματισμού και ελλιπούς εθνικού συστήματος αξιολόγησης της προόδου των κλιματικών δράσεων.

Μάλιστα, βάσει του Εθνικού Σχέδιου Δράσης για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΔΕΚ) (στρατηγικό σχέδιο για θέματα κλίματος και ενέργειας το οποίο υποβλήθηκε στην ΕΕ), η Κύπρος υποχρεούται να πετύχει συνολική μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 21% μέχρι το 2030 – στόχος ο οποίος αυξήθηκε στο 32% κάτω από το νέο πακέτο μέτρων Fit For 55. Και αν αυτοί οι στόχοι φαίνονται επιτεύξιμοι εκ πρώτης όψεως, η έκθεση απογραφής εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα για το έτος 2021 που δημοσιεύτηκε τον Μάρτη, ρίχνει φως στις πραγματικές – αλλά όχι τόσο αισιόδοξες – διαστάσεις της τρέχουσας κατάστασης. Διαφάνηκε ότι το έτος 2021, όχι μόνο δεν υπήρξε η επιθυμητή μείωση στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, οι οποίες βάσει του ΕΣΔΕΚ θα έπρεπε να ήταν 8269 ktoe eq, αλλά εν αντιθέσει ξεπέρασαν κατά 325 ktoe eq τον εθνικό στόχο, φτάνοντας έτσι τους 8594 ktoe eq. Πληροφοριακά να αναφερθεί πως υπήρξε αύξηση κατά 72% συγκριτικά με το 1990, ενώ σε κατά κεφαλήν όρους, οι εκπομπές αερίων του διοξειδίου του άνθρακα της Κύπρου, είναι από τις υψηλότερες στην ΕΕ.

Παραγωγή ενέργειας: μοιραία για το ανθρακικό αποτύπωμα της χώρας

Ο τομέας με το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης; Η παραγωγή ενέργειας. Αυτό δεν θα έπρεπε να προκαλεί έκπληξη αν αναλογιστεί κανείς ότι στην Κύπρο, η παραγωγή ενέργειας βασίζεται σχεδόν εξολοκλήρου στην καύση μαζούτ και ακάθαρτου πετρελαίου, δύο πολύ επιβλαβών για το περιβάλλον και την υγεία καυσίμων. Μάλιστα, λόγω των υπέρογκων εκπομπών, η ΑΗΚ αναγκάστηκε να πληρώσει 165 εκατομμύρια ευρώ το 2021 για αγορά δικαιωμάτων αερίων του θερμοκηπίου από την ΕΕ (κάτι το οποίο γίνεται στο πλαίσιο του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου/ΣΕΔΕ – Emissions Trading System/ETS).
Σύμφωνα με το εν λόγω σύστημα, όταν οι εκπομπές υπερβούν ένα συγκεκριμένο όριο – το οποίο καθορίζεται από την ΕΕ – τότε η εγκατάσταση που φέρει την ευθύνη καλείται να πληρώσει για τις επιπλέον εκπομπές ρύπων. Κατ΄αυτόν τον τρόπο, οι ενεργοβόρες βιομηχανίες (στην Κύπρο, αυτές είναι: οι εγκαταστάσεις παραγωγής ενέργειας, τα τσιμεντοποίια όπως και οι εγκαταστάσεις παραγωγής κεραμικών) επιβαρύνονται οικονομικά, αφού στην περίπτωση που δεν μειώσουν τους ρύπους τους, θα χρειαστεί να πληρώσουν πρόστιμο (γνωστό και ως «ο ρυπαίνων πληρώνει»).
Ακόμη και η διείσδυση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο ηλεκτρικό δίκτυο της χώρας, που αδιαμφησβήτητα είναι μέρος της λύσης για την πολυπόθητη «πράσινη μετάβαση», αποτέλεσε μόλις το 18,4% του ενεργειακού μείγματος το 2021, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat. Παράλληλα, οι πιο πρόσφατες εξελίξεις με τις επαναλαμβανόμενες περικοπές ηλεκτρικού ρεύματος παραγόμενου από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, καταδεικνύουν σοβαρές ελλείψεις και αδυναμίες.
Συγκεκριμένα, τον Ιανουάριο οι διαχειριστές Μεταφοράς και Διανομής Ηλεκτρισμού ζήτησαν από το Υπουργείο Ενέργειας όπως σταματήσει την έγκριση νέων οικιακών φωτοβολταϊκών, ενώ τον Φεβρουάριο οι περικοπές της διείσδυσης των μεγάλων φωτοβολταϊκών συστημάτων άγγιξαν το 22%, με αποκορύφωμα να αποτελούν οι περικοπές φορτίου καταναλωτών τον Μάρτη (18/03/2023). Με λίγα λόγια, στην Κύπρο παρουσιάζεται το εξής παράδοξο: αντί να αποθαρρύνεται η παραγωγή ενέργειας από ορυκτά καύσιμα, εν τέλει αποθαρρύνεται η παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ.
Και όλα αυτά συμβαίνουν την ίδια στιγμή που η ΕΕ θέτει ακόμη πιο ψηλούς στόχους, με την τελευταία αναθεώρηση της Ευρωπαϊκής οδηγίας για προώθηση και χρήση ενέργειας από ΑΠΕ στην ΕΕ (EU Renewable Energy Directive 2018), να καθορίζει αύξηση στόχου από 32% στο 42.5% της τελικής κατανάλωσης ενέργειας (της ηλεκτρικής ενέργειας και θερμότητας που καταναλώνεται στα σπίτια).
Βέβαια, τα κενά που καταγράφηκαν πιο πάνω μπορούν να διευθετηθούν αν τα μέτρα που προβλέπονται τόσο από το ΕΣΔΕΚ όσο και από το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και το Σχέδιο Δίκαιης Μετάβασης, εφαρμοστούν χωρίς περαιτέρω καθυστερήσεις. Στόχος των μέτρων αυτών, είναι η απανθρακοποίηση της παραγωγής ενέργειας με όσο το δυνατόν λιγότερες κοινωνικό-οικονομικές συνέπειες.
Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι η Κύπρος επωφελείται σχεδόν ολόχρονα από ηλιοφάνεια, κάτι που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί με την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών σε στέγες σπιτιών, δημοσίων και εγκαταλελειμμένων κτιρίων για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Παράλληλα, σχέδια για αποθήκευση ενέργειας παραγόμενης από ΑΠΕ, λήξης της ενεργειακής απομόνωσης του νησιού (μέσω του EuroAsia Interconnector που θα ενώσει το ενεργειακό δίκτυο Κύπρου-Ελλάδας-Ισραήλ) και παροχής βοήθειας σε ευάλωτες ομάδες συμπολιτών μας, καθιστούν την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα όχι μόνο επιτεύξιμη αλλά και επωφελή για την κοινωνία και την οικονομία της χώρας.

Μεταφορές: η αχίλλειος πτέρνα των κλιματικών πολιτικών του νησιού

Ακόμη ένας τομέας που κατέγραψε πολλούς ρύπους, είναι αυτός των μεταφορών (2,244 kt CO2 eq, περίπου το 26% των συνολικών ρύπων της χώρας). Είναι αξιοσημείωτο ότι, σύμφωνα με την Eurostat, η Κύπρος συγκαταλέγεται ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ με τα μεγαλύτερα ποσοστά χρήσης ιδιωτικού αυτοκινήτου (655 αυτοκίνητα ανά 1000 κατοίκους), αλλά και με τα χαμηλότερα ποσοστά χρήσης λεωφορείων ή ποδηλάτων.
Αυτό εγείρει εκ νέου το ερώτημα της ευθύνης. Είναι πρόβλημα συμπεριφορικό λόγω της κουλτούρας των κατοίκων της Κύπρου; ζήτημα έλλειψης υποδομών και μέσων που να προωθούν κίνητρα στους πολίτες για βιώσιμη κινητικότητα; ή αμφότεροι λόγοι; Ενώ σαφώς θα μπορούσαν και τα δύο να διαδραματίσουν κάποιο ρόλο, η ασυνέπεια στην υλοποίηση μέτρων στον τομέα των μεταφορών καθιστά σαφές ότι την ευθύνη φέρουν πρωτίστως οι κρατικοί φορείς. Τέτοια μέτρα αφορούν, μεταξύ άλλων, στην εφαρμογή Σχεδίων Βιώσιμης Αστικής Κινητικότητας– ΣΒΑΚ τα οποία περιλαμβάνουν βελτιωμένες υπηρεσίες λεωφορείων, αναβάθμιση των υποδομών για πεζούς/ποδηλάτες/δημόσιες συγκοινωνίες, ανάπτυξη εφαρμογής μιας ολιστικής πολιτικής στάθμευσης και μείωση του αριθμού οχημάτων συμβατικών καυσίμων.
Ωστόσο, η μετάβαση στη βιώσιμη κινητικότητα δεν είναι θέμα πολιτικής επιλογής, αλλά αναγκαιότητα, ιδιαίτερα όταν αποδεδειγμένα αυτή συνδέεται με πληθώρα πλεονεκτημάτων. Τέτοια πλεονεκτήματα αφορούν στην υγεία (π.χ. μείωση της ρύπανσης του αέρα), κυκλοφοριακή αποσυμφόρηση, μέχρι και στην οικονομία (π.χ. μέσω εργοδότησης επαγγελματιών/εργατών για την υλοποίηση βελτιωτικών σχεδίων βιώσιμης κινητικότητας). Είναι επομένως «συμφέρον» και από περιβαλλοντικής άποψης αλλά και από άποψης υγείας και οικονομίας.

Καταληκτική σύνοψη για την κατάσταση

Συνυφασμένη με εικόνες καταστροφής, απώλειας ή απόγνωσης, η κλιματική κρίση μπορεί να προκαλέσει από αισθήματα φόβου και άγχους μέχρι και άρνησης για τη σημαντικότητα (ή ακόμα και ύπαρξη) του προβλήματος. Ωστόσο, όπως τονίστηκε και στην τελευταία έκθεση του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή, το «παράθυρο» δράσης είναι ακόμη ανοικτό, όχι όμως για πολύ ακόμα. Γι΄αυτό τώρα, περισσότερο από ποτέ, χρειαζόμαστε πράξεις, όχι εφήμερες υποσχέσεις ή πρόχειρες δεσμεύσεις, αλλά δράσεις άμεσες και αποτελεσματικές.
Τα σχέδια και τα λεφτά υπάρχουν για να επιτευχθεί η αειφόρος ανάπτυξη της Κύπρου. Η πολιτική βούληση όμως; Η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης δεν είναι μόνο θέμα ενδελεχούς έρευνας, σωστών σχεδιασμών και οικονομικών πόρων, αλλά επίσης – εάν όχι κυρίως– δράσης από τους κρατικούς φορείς. Σε αυτούς επαφίεται και η ορθή εφαρμογή και επίβλεψη μέτρων. Ανεξαρτήτως ατομικών πρωτοβουλιών και ενεργειών– που αναμφίβολα είναι σημαντικές– το πλαίσιο που θα πρέπει να ακολουθηθεί από όλους, μπορεί να τεθεί μόνο από τους κυβερνώντες.