Γράφει ο Ορέστης Καργώτης
Φαντάσου να είσαι αγρότης, να περιβάλλεσαι από δέντρα σε συνδυασμό με το άκουσμα των πουλιών και όλα αυτά σε ένα δροσερό περιβάλλον. Φαντάσου επίσης πως το να είσαι ιδιοκτήτης μιας τέτοιας φάρμας μπορεί να επιφέρει αρκετό κέρδος ώστε να μπορείς να ζεις τόσο άνετα όσο εάν είχες μια υψηλά αμειβόμενη εργασία.
Δυστυχώς, στα περισσότερα μέρη του κόσμου, αυτό το σενάριο φαντάζει μακρινό και ουτοπικό, και αυτό επειδή ο τρόπος με τον οποίο μεταχειριζόμαστε τη γη μας για την παραγωγή τροφίμων επιβαρύνει τη φύση, αντί να βρίσκεται σε συνέργεια μαζί της. Και ναι, αυτό επηρεάζει επίσης το κέρδος των αγροτικών επιχειρήσεων.
Από τη «Πράσινη Επανάσταση» της δεκαετίας του 1950, οι άνθρωποι κατάφεραν να βρουν τρόπους παραγωγής σε μεγάλες ποσότητες που επέτρεψαν τη ραγδαία αύξηση του πληθυσμού της γης. Ωστόσο, η χρήση φυτοφαρμάκων, ζιζανιοκτόνων, τεχνητών λιπασμάτων και μονοκαλλιέργειας που επέτρεψε αυτήν την αύξηση της παραγωγής επέφεραν πολλά προβλήματα στη γεωργική γη, στη φύση αλλά και στη δική μας υγεία.
Αν πάρουμε για παράδειγμα την Κύπρο, μια πρόσφατη μελέτη κατέδειξε ότι η Κύπρος έχει μία από τις υψηλότερες τιμές υπέρβασης των μέγιστων επιπέδων υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων στην ΕΕ. Τα ζιζανιοκτόνα, τα φυτοφάρμακα και οι μονοκαλλιέργειες σκοτώνουν τα φυτά και τα έντομα του πλανήτη, που είναι απαραίτητα για την επιβίωσή μας. Τα τεχνητά λιπάσματα διογκώνουν τα υδάτινα συστήματά μας, προκαλώντας ρύπανση των ποταμών, ενώ το υπερβολικό όργωμα εξαντλεί το έδαφος χωρίς αυτό να μπορεί να ανταπεξέλθει μακροπρόθεσμα σε τόση κατανάλωση.
Ακόμη και το κλίμα της Γης δεν παραμένει ανεπηρέαστο, καθώς οι τρέχουσες μέθοδοι που χρησιμοποιούνται στον γεωργικό τομέα συμβάλλουν έως και 10-12% στις παγκόσμιες ανθρωπογενείς εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Αυτές οι πρακτικές, παρόλο που προσφέρουν στην ανθρωπότητα βραχυπρόθεσμη ευημερία, δείχνουν πως είναι ανεπαρκείς και δαπανηρές. Πρέπει να χρησιμοποιηθούν εναλλακτικέςπιο φιλικές προς τη φύση πρακτικές σε κλίμακα για την παραγωγή τροφίμων με βιώσιμο τρόπο.
Εδώ έρχεται λοιπόν η Αναγεννητική Γεωργία (RegenAg)
Παρόλο που υπάρχουν διάφοροι ορισμοί, η Αναγεννητική Γεωργία θεωρείται γενικά ως μια προσέγγιση στη γεωργία που αντί να εξαντλεί το έδαφος το αναγεννά, ενισχύοντας τις περιβαλλοντικές, κοινωνικές και οικονομικές διαστάσεις της βιώσιμης παραγωγής τροφίμων. Και παρόλο που ο όρος δεν είναι νέος (είχε ήδη προταθεί τη δεκαετία του 1980 μέσω έρευνας που διεξήχθη από το Ινστιτούτο Rodale των Ηνωμένων Πολιτειών), έγινε πιο ευρέως γνωστό μετά το 2015, όταν άρχισε να εμφανίζεται ξανά σε βιβλία και ειδήσεις.
Ουσιαστικά, αν οι αγρότες ανά το παγκόσμιο αρχίσουν να «χτίζουν» υγιές έδαφος και ποικιλία στις καλλιέργειές τους, αυτό δύναται να τις καταστήσει πιο ανθεκτικές στις ασθένειες, επομένως πιο υγιείς. Αυτό σημαίνει πως θα είναι πιο παραγωγικές και λιγότερο εξαρτημένες από δαπανηρές εισροές, όπως τα χημικά λιπάσματα, τα φυτοφάρμακα και τα ζιζανιοκτόνα. Και αυτό ακριβώς έχει τη δυνατότητα να κάνει η Αναγεννητική Γεωργία. Ένα ακόμη πλεονέκτημα της Αναγεννητικής Γεωργίας είναι αναπόφευκτα η επιβράδυνση της υπερθέρμανσης του πλανήτη, καθώς το έδαφος θα έχει περισσότερη βιομάζα και περισσότερο επιφάνεια για δέσμευση (περισσότερου) άνθρακαι.
Πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτό;
Εφαρμόζοντας τις ακόλουθες βασικές αρχές και πρακτικές που χρησιμοποιούνται στη RegenAg:
- Το όργωμα και οι χημικές εισροές πρέπει να ελαχιστοποιηθούν για να μειωθεί αντίστοιχα ο αντίκτυποός που μπορεί να έχουν στο έδαφος.
- Να χρησιμοποιούνται διάφοροι τύποι καλλιεργούμενων φυτών στον ίδιο αγροτικό χώρο για να μεγιστοποιηθεί η ποικιλομορφία των καλλιεργούμενων φυτών.
- Να γίνεται η χρήση φυτών κάλυψης για να προστατεύσουν το έδαφος από την διάβρωση και να υποστηρίξουν τα κύρια καλλιεργούμενα φυτά (π.χ., φυτά που διορθώνουν το άζωτο).
- Να διατηρούνται ζωντανές ρίζες για να παρέχουν θρεπτικά στοιχεία στο έδαφος καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους.
- Να ενσωματώνονται ζώα για τη βελτίωση της κυκλοφορίας των θρεπτικών στοιχείων στο έδαφος (π.χ., ζώα που αποθέτουν κοπρό στις φάρμες και βόσκουν με βιώσιμο τρόπο).
Παρόλο που είναι παρόμοια με την αγροοικολογία και την παραγωγή οργανικών τροφίμων, η RegenAg διαφέρει από την πρώτη στο ότι η αγροοικολογία συχνά θεωρείται ότι έχει έναν “πολιτικό” ή “ενεργητικό” χαρακτήρα, ενώ η RegenAg είναι κάτι που αυξάνεται στην εφαρμογή της όχι μόνο από εμπορικούς, συχνά μεγάλης κλίμακας αγρότες, αλλά και από εταιρίες. Παράλληλα, όσον αφορά την τελευταία, η πιστοποιημένη οργανική γεωργία είναι υψηλά θεσμοθετημένη, με την έννοια ότι αυτή η γεωργική έννοια ρυθμίζεται μέσα από κανόνες, περιορισμούς και απαιτήσεις (π.χ., απαγόρευση της χρήσης συνθετικών λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων) και επικεντρώνεται περισσότερο στις πρακτικές, ενώ – από την άλλη – η RegenAg επικεντρώνεται στα αποτελέσματα (π.χ., βελτιωμένη υγεία του εδάφους) και δίνει λιγότερη έμφαση στο πώς θα επιτευχθούν αυτά τα αποτελέσματα.
Συνεπώς, αντίθετα με ορισμένες άλλες προσεγγίσεις, η αναγεννητική γεωργία δεν αποκλείει τη χρήση, για παράδειγμα, σύγχρονης τεχνολογίας αναπαραγωγής φυτών και ζώων, οργώματος, χρήσης ανόργανων λιπασμάτων ή φυτοφαρμάκων, αλλά αποσκοπεί σε μια περιορισμένη και πιο στοχευμένη χρήση τους με σκοπό την επίτευξη του ίδιου τελικού στόχου, δηλαδή την αύξηση της υγείας και της γονιμότητας του εδάφους.
Αλλά αυτή η νέα κίνηση στη γεωργία οικονομικά εφικτή;
Ενώ οι πρακτικές της αναγεννητικής γεωργίας προωθούνται τόσο σε διεθνές (FAO) όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο (Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία) για την επίτευξη περιβαλλοντικών στόχων, τα αποτελέσματα από τη μετάβαση σε αναγεννητικές πρακτικές δείχνουν ότι είναι ήδη πραγματικά θετικά σε οικονομικό επίπεδο. Ο Philip Fernandez, διευθυντής αγροτικού έργου στο EIT Food, αναφέρει ότι σε πολλές μελέτες δεν υπάρχει διαφορά ως προς την παραγωγή σε σχέση με την παραδοσιακή γεωργία. Κυρίως, οι αγρότες υποστηρίζουν ότι ενώ οι αποδόσεις παραμένουν τις ίδιες, τα λειτουργικά έξοδα μειώνονται, αυξάνοντας το κέρδος των αγροκτημάτων τους.. Επίσης, κατά τη διάρκεια των ξηρών περιόδων, τα -αναγεννητικής γεωργίας- χωράφια αποδίδουν καλύτερα επειδή είναι πιο ανθεκτικά, λόγω του ότι το έδαφος μπορεί να απορροφήσει περισσότερο νερό ένεκα της μεγαλύτερης βιομάζας που περιέχει.
Ένα άλλο ενδιαφέρον πλεονέκτημα της παραγωγής τροφίμων με τον συγκεκριμένο τρόπο είναι ότι σε πολλές χώρες, οι αγρότες λαμβάνουν προσαύξηση στην τιμή. Αυτό σημαίνει ότι οι αναγεννητικές και βιολογικές τροφές μπορούν να καταστήσουν τις καλλιέργειες πιο κερδοφόρες από τις συμβατικές. Ειδικότερα, σε μια μελέτη που πραγματοποιήθηκε το 2018, Αμερικανοί ερευνητές έδειξαν ότι στις φάρμες στα Βόρεια Πεδινά των ΗΠΑ, οι αναγεννητικές εκτάσεις είχαν 29% μειωμένη παραγωγή σιτηρών, αλλά 78% υψηλότερα κέρδη σε σχέση με τα συμβατικά συστήματα παραγωγής καλαμποκιού.
Ενώ υπάρχουν αποδείξεις που δείχνουν ότι η αναγεννητική γεωργία μπορεί να αποτελέσει τον δρόμο προς μια πιο βιώσιμη και κερδοφόρα γεωργία στο μέλλον, δεν πρέπει να υποτιμάται ότι οι τοπικές συνθήκες στις φάρμες (κλίμα, έδαφος, τύπος φάρμας και ακόμη και οι ίδιοι οι αγρότες) παίζουν κρίσιμο ρόλο στην επιτυχία της μετάβασης σε τέτοιες πρακτικές.
αυτό εγείρο το ερώτημα, θα μπορούσε να εφαρμοστεί η αναγεννητική γεωργία στην Κύπρο; Ενώ παραδείγματα από άλλες χώρες έχουν δείξει πολύ ελπιδοφόρα αποτελέσματα, οι αγρότες μας χρειάζονται, δικαιολογημένα, απτές αποδείξεις επιτυχίας στα πάτρια εδάφη. Και αν αρκετοί αγρότες δείξουν ότι μπορούν να αναγεννήσουν τη γη τους ενώ κερδίζουν περισσότερα, τότε γιατί όχι;
Ένα πράγμα όμως είναι βέβαιο. Θα πρέπει να ασκηθεί αρκετή πολιτική πίεση προς αυτήν την κατεύθυνση, πρέπει να παρασχεθεί κρατική υποστήριξη για την ενίσχυση των αγροτών για την επιτυχή αυτή μετάβαση, ενώ θα χρειαστεί παράλληλα να δημιουργηθούν οι κατάλληλες αγοραστικές συνθήκες για να διασφαλιστεί η κερδοφορία της νέας μεθόδου παραγωγής (τιμές προσαυξήσης). Μόνο τότε θα μπορέσει να εξερευνηθεί πλήρως το δυναμικό της Αναγεννητικής Γεωργίας και να διαπιστωθεί αν μπορεί να αποτελέσει εργαλείο για την αύξηση της βιώσιμης παραγωγής τροφίμων στην Κύπρο, αυξάνοντας κατά αυτόν τον τρόπο τα έσοδα των αγροτών και διατηρώντας τη βιοποικιλότητα του αγροτικού τοπίου μας.